τζίγκος

τζίγκος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τζίγκος" в других словарях:

  • τζίγκος — ο, Ν βλ. τσίγκος …   Dictionary of Greek

  • τσίγκος — και τζίγκος, ο, και ζίγκος, Ν κοινή ονομασία τού ψευδαργύρου καθώς και ορισμένων ενώσεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zinco < γερμ. Ζινκ] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκογραφία — Η χρησιμοποίηση του ψευδαργύρου (αντί του χαλκού ή της πέτρας) στα διάφορα είδη της χαρακτικής και της λιθογραφίας. Στην τ. τα σχεδιάσματα γίνονται απευθείας στην πλάκα ή και μεταφέρονται σ’ αυτή από χημικό χάρτη. Με χημικά έπειτα μέσα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»